ὀσφύς,-ύος

ὀσφύς,-ύος
+ N 3 9-11-30-9-7=66 Gn 35,11; 37,34; Ex 12,11; 28,42; Lv 3,9
waist, loins Gn 37,34; id. (as the place of reproductive organs) Gn 35,11
*Is 15,4 ἡ ὀσφύς the loins-ַחְלֵצי (subst. cstr. pl.) for MT ֲחֻלֵצי (part.) equipped for war?
Cf. HARLÉ 1988, 92; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] …   Dictionary of Greek

  • ιγνύς — η (Α ἰγνύς, ύος) η ιγνύα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”